ὑπέρθεσμος

ὑπέρθεσμος
ὑπέρθεσμος, ον, perh.
A decreed as additional,

ἐτάξατο τῆς ὑπερθέσμου ἑβδομαίας ἡμέρας θεᾶς Βερνίκης Εὐεργέτιδος τὴν καθήκουσαν ἀπαρχήν PSI6.690.12

(i/ii A. D.), cf. Sammelb.6995.19 (ii A. D.), 6996.32 (ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπέρθεσμος — ον, Α πιθ. αυτός που υπερβαίνει μια προθεσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θεσμός «κάτι το προκαθορισμένο, συνήθεια, διάταξη»] …   Dictionary of Greek

  • θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”