- ὑπέρθεσμος
- ὑπέρθεσμος, ον, perh.A decreed as additional,
ἐτάξατο τῆς ὑπερθέσμου ἑβδομαίας ἡμέρας θεᾶς Βερνίκης Εὐεργέτιδος τὴν καθήκουσαν ἀπαρχήν PSI6.690.12
(i/ii A. D.), cf. Sammelb.6995.19 (ii A. D.), 6996.32 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.